σκύλιον

σκύλιον
σκύλιον, τό,
A dog-fish, Arist.HA565a16 sq.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκυλίοις — σκύλιον dog fish neut dat pl σκῠλίοις , σκύλλω torn fut opt act 2nd sg (doric) σκυλάω pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλίου — σκύλιον dog fish neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλίων — σκύλιον dog fish neut gen pl σκῠλίων , σκύλλω torn fut part act masc nom sg (doric) σκύλος neut gen pl (doric) σκυλάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλια — σκύλιον dog fish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλιόρρινος — ο, Ν ζωολ. γένος σελάχιων πλευροτρηματικών ιχθύων, σκυλόψαρων τής οικογένειας σκυλιορρινίδες, γνωστό και με τις κοινές ονομασίες σκύλος, σκυλάκι, γάτος ή γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scyliorhinus < σκύλιον «σκυλόψαρο» + ῥίς,… …   Dictionary of Greek

  • σκύλιο — το / σκύλιον, ΝΑ είδος σκυλόψαρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ τού σκύλ αξ* «μικρός σκύλος» + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”